- δουλομαχία
- δουλομαχία, η (Α)ο πόλεμος τών δούλων.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δουλομαχία — δουλομαχίᾱ , δουλομαχία servile war fem nom/voc/acc dual δουλομαχίᾱ , δουλομαχία servile war fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μάχομαι — (ΑM μάχομαι) 1. διεξάγω ή συνάπτω μάχη, κάνω πόλεμο, πολεμώ 2. καταβάλλω έντονες προσπάθειες για να φέρω κάτι σε πέρας, πασχίζω να πετύχω κάτι, αγωνίζομαι με όλες μου τις δυνάμεις να πραγματοποιήσω τους σκοπούς μου, καταβάλλω μεγάλους κόπους ώστε … Dictionary of Greek